στηθικοῦ

στηθικοῦ
στηθικός
of the breast
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… …   Dictionary of Greek

  • χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”